- πανθέψης
- ὁ, Αείδος μαγειρικού σκεύους, χύτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + ἕψω «βράζω, ψήνω» (πρβλ. αυθ-έψης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
самовар — род. п. а, укр. самовар, самоварь. От сам и варить; см. Брюкнер 480 и сл.; Преобр. II, 248 и сл.; Шифнер, AfslPh 3, 212. Последний приводит лат. authepsa машина для варки (Цицерон) из греч. *αὑθέψης, ср. также πανθέψης сосуд для кипячения . Иначе … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek